λογοτεχνικός

λογοτεχνικός
[логотэхникос] εκ. литературный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λογοτεχνικός" в других словарях:

  • λογοτεχνικός — ή, ό [λογοτέχνης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον λογοτέχνη ή στη λογοτεχνία (α. «λογοτεχνικό ταλέντο» β. «λογοτεχνικό περιοδικό» γ. «λογοτεχνικό κείμενο»). επίρρ... λογοτεχνικῶς και ά από λογοτεχνική πλευρά ή με λογοτεχνικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λογοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λογοτεχνία: Το λογοτεχνικό έργο του είναι αξιόλογο. 2. αυτός που διατυπώνεται έντεχνα: Ο λόγος του έχει λογοτεχνική αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθογραφία — Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο… …   Dictionary of Greek

  • Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …   Dictionary of Greek

  • Δον Κιχώτης — Λογοτεχνικός ήρωας, κεντρικό πρόσωπο του περίφημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Ο Δ.Κ. –όσο λίγοι άλλοι ήρωες της τέχνης– έγινε σύμβολο μιας ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένας μύθος που πέρασε… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αρκαδικός — ή, ό (Α ἀρκαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρκαδία νεοελλ. (ως λογοτεχνικός όρος) εκείνος που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»